αγιάζι, το [aꞋʝazi]

αγιάζι, το [aꞋʝazi]: η νυκτερινή έντονη ψύχρα με υγρασία: ‘Τη νύχτα που πέφτει το αγιάζι’. [τουρκ. ayaz ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από