αγγελικάτος [aŋgeli’katos]

αγγελικάτος, -η, -ο [aŋgeli’katos]: αυτός που έχει αγγελική όψη. [άγγελ(ος) -ικάτος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: