αγγειά, τα [a’ŋɟa]

αγγειά, τα [a’ŋɟa]: α. οικιακά σκεύη. β. (μτφ.) τα ανδρικά γεννητικά όργανα. γ. τα χάλκινα σκεύη που χρησιμοποιούσε ο τσοπάνης για διάφορες εργασίες, όπως το άρμεγμα, το πήξιμο του τυριού κλπ. [μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από