ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]: είδος βελονοειδούς φυτού.
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Αβούλιαρος.mp3
Δημοσιεύτηκε
3 Δεκεμβρίου, 2018
σε
Α
από
admin
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ