αβασκαντούρι, το [avaska’nduri]: βότανο για το ξεμάτιασμα, αμάτιαστο. [λόγ. < αρχ. βάσκανος ‘που ασκεί μαγεία, κακόβουλος’, fr αβάσκαντος w. suff -ούρι]].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
αβασκαντούρι, το [avaska’nduri]: βότανο για το ξεμάτιασμα, αμάτιαστο. [λόγ. < αρχ. βάσκανος ‘που ασκεί μαγεία, κακόβουλος’, fr αβάσκαντος w. suff -ούρι]].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες: