αβανιά, η [ava’ɲa]

αβανιά, η [ava’ɲa]: δυσκολία, στεναχώρια, η συκοφαντία. [τουρκ. avan -ιά, αραβ. ̒awān (Kαραποτόσογλου 1983: 359-66). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από