αέρι, το [a’eri]: α. ελαφρός αέρας, άνεμος· αεράκι: T΄αέρι της θάλασσας’. β. το κακό πνεύμα. [μσν. αέριν, *αγέριν υποκορ. του αέρ(ας), αγέρ(ας) -ι(ο)ν].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf