έχει του, το [‘eçi tu]: έχει τον τρόπο του, δηλαδή έχει περιουσία: ‘Μην τον φοβάσαι αυτούνον. Έχει το έχει του!’.
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
έχει του, το [‘eçi tu]: έχει τον τρόπο του, δηλαδή έχει περιουσία: ‘Μην τον φοβάσαι αυτούνον. Έχει το έχει του!’.
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
από
Ετικέτες: