ερμαδιακός [ermaðʝa’kos]

ερμαδιακός, -ιά, -ό [ermaðʝa’kos]: ο μοναχός. [μσν. ερημάδι(ον δες ρημάδι) -ακός και συγκ. του άτ. [i] κατά το έρμος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *