έργος, ο [‘erγos]

έργος, ο [‘erγos]: αυτό που αναλογεί στον καθένα να σκάψει, να θερίσει κλ.π. [μτγν. ουσ. έργος (LS Suppl.)].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από