άϊσκιος [‘aiscos]

άϊσκιος, -η, -ο [‘aiscos]: που δεν έχει ίσκιο: ‘Είναι σε ένα μέρος άϊσκιο’. [α- ίσκιος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: