άρτζι μπούρτζι [‘ardzi ‘burdzi]

άρτζι μπούρτζι [‘ardzi ‘burdzi]: (επίρρ.) χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην  [παλ. σημ.: ‘κατάλυση των πάντων΄ < μσν. Aρτζιβούριν (από τα αρμεν.) ‘κατάλυση της νηστείας την Τετάρτη και Παρασκευή της εβδομάδας του Τελώνη και Φαρισαίου΄, με τροπή [v > b] και επανάλ. του [dz] στο δεύτερο μέρος της λ.· αποηχηροπ.: [dz > ts]].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από