ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
άνοιγο, το [‘aniγo]
άνοιγο, το [‘aniγo]: το κλειστό. [ανοίγ(ω) -ο].
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Α
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ