άμπουλας, ο [Ꞌambulas]: μεγάλη πηγή νερού, η αρχή του αυλακιού με νερό. [α- + σλβ. vǫblŭ ‘πηγή’ -ας].
άμπουλας, ο [Ꞌambulas]
από
Ετικέτες:
άμπουλας, ο [Ꞌambulas]: μεγάλη πηγή νερού, η αρχή του αυλακιού με νερό. [α- + σλβ. vǫblŭ ‘πηγή’ -ας].
από
Ετικέτες: