ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
άλικο, το [Ꞌaliko]
άλικο, το [Ꞌaliko]: το κατακόκκινο. [τουρκ. al
-ικο
].
https://ilialang.gr/wp-content/uploads/άλικο-το.mp3
Δημοσιεύτηκε
18 Ιανουαρίου, 2019
σε
Α
από
admin
Ετικέτες:
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
,
ΤΟΥΡΚΙΚΗ