άκαγος [Ꞌakaγos]

άκαγος, -η, -ο [Ꞌakaγos]: αυτός που δεν κάηκε: ‘Έμεινε άκαγο το κούτσουρο στη φωτιά’. [μσν. άκαγος < *άκαος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. αέρας > αγέρας) < α- 1 κα- (καίω) -ος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από