άγνωρα, τα [Ꞌaγnora]

άγνωρα, τα [a’γnora]: τα άγνωστα: ‘Σε όσα είν’ αγνώρα, μην κι ανακατώνεσαι’. [α- γνωρ(ίζω) –α].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από