άγγιχτος, -η, -ο [‘aŋgixtos]: (μτφ.) που δεν τον έχουν αγγίξει· ανέγγιχτος: ‘Άγγιχτο κορίτσι’ (που δεν το άγγιξε ερωτικά άντρας). [μσν. άγγιχτος < αγγιχτός < αγγικ- (αγγίζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt]].
άγγιχτος [‘aŋgixtos]
από
Ετικέτες: