στερνό, το [ste’rno]

στερνό, το [ste’rno]: τα τελευταία χρόνια κάποιου: ‘Στο στερνό του έγινε άλλος άνθρωπος’. [< στερνός -ή -ό < μσν. υστερνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < υστερινός (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. ὕστερ(ος) -ινός].

Και: https://ilialang.gr/στερνή-η/


Δημοσιεύτηκε

σε

από