στειλιάρι, το [sti’ʎari]

στειλιάρι, το [sti’ʎari]: α. ξύλο γεωργικών εργαλείων. β. αγράμματος. γ. αλύγιστος: ‘Κάθεται σαν το στειλιάρι’ (ακίνητος). [μσν. στειλειάριον υποκορ. του ελνστ. στειλει(ός) (αρχ. στειλεός-άριον (ορθογρ. απλοπ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από